modulär | |
IT | αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη; δομοστοιχειωτός |
programmering | |
IT gen. tech. | προγραμματισμός |
| |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη; δομοστοιχειωτός |
modular : 18 phrases in 5 subjects |
Communications | 4 |
Electronics | 3 |
Environment | 1 |
Information technology | 9 |
Microsoft | 1 |