stuw | |
agric. construct. | εγκατάσταση φραγμάτων |
construct. | αναβαθμός εκτροπής; εκχειλιστής; φράγμα εκτροπής; έργα υδροληψίας; ρυθμιστικό φράγμα; υπερχειλιστής |
transp. construct. | φράγμα |
stuwen | |
agric. | στοιβασία |
transp. | φόρτωση και τακτοποίηση φορτίου πάνω σε πλοίο |
Poebing : 1 phrase in 1 subject |
Construction | 1 |