|
n
| |
|
gen. |
τερματικό n; πόλοςηλεκτρικός n; τέρμα,αφετηρία,σταθμός n |
chem., el. |
θαλάσσιος τερματικός |
commun. |
τοπική σύνδεση |
el. |
άκρο του καλωδίου |
IT |
μονάδα οπτικής απεικόνισης; μονάδα οπτικής παρουσίασης; άκρο n; τερματικό παρεπιστάθμευσης |
IT, el. |
μονάδα τερματικού σταθμού επικοινωνούσα με τον χειριστή; τερματικός σταθμός |
IT, transp., mech.eng. |
Τελικό αποτέλεσμα |
nat.sc., agric. |
χώρος συλλογής |
stat., el. |
ακροδέκτης m |
stat., fin., el. |
πόλοι n |
transp., avia. |
κτιριακό συγκρότημα αεροσταθμού; αεροσταθμός m |
|
terminaler n
| |
|
IT, el. |
σύρματα αγωγών |