programmerbar | |
IT dat.proc. | προγραμματίσιμος |
strømforsyning | |
commun. el. | δομοστοιχείο τροφοδοσίας |
el. | τροφοδοσία με ηλεκτρικό ρεύμα; τροφοδοσία με ρεύμα |
energ.ind. el. | ηλεκτροπαροχή; τροφοδοσία ισχύος; τροφοδοτικό; τροφοδοτικό ισχύος |
transp. chem. | ηλεκτρική τροφοδοσία; τροφοδότηση με ηλεκτρική ενέργεια |
| |||
προγραμματίσιμος |
programmerbar : 73 phrases in 8 subjects |
Communications | 2 |
Economics | 1 |
Electronics | 10 |
Finances | 2 |
General | 3 |
Information technology | 50 |
Microsoft | 3 |
Technology | 2 |