infrarød | |
industr. | υπέρυθρος -η-ο |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
commun. | τηλεπισκοπικός δέκτης |
commun. transp. | φωρατής |
el. | αισθητήριο προσέγγισης; αισθητήρας σχηματισμού εικόνας |
| |||
υπέρυθρος -η-ο |
infrarod : 141 phrases in 21 subjects |