celle | |
agric. | κελλί |
comp., MS | κελί |
environ. | κύτταρο; δεξαμενή; κυψέλη; στοιχείο |
IT tech. | κυψέλη μνήμης; στοιχείο μνήμης |
array | |
IT | πίνακας; μήτρα |
| |||
κελλί n; εγκοπή f; υποδοχή σπόρου | |||
κυψελίδα f; Κυψέλη f | |||
κελί n | |||
κύτταρο n (βιολογία) | |||
κυψέλη μνήμης; στοιχείο μνήμης | |||
κύτταρα n | |||
κύτταρον n | |||
δεξαμενή f; κυψέλη f; στοιχείο n | |||
| |||
δεξαμενή f; κυψέλη f; στοιχείο n (ενέργεια) |
celle : 273 phrases in 29 subjects |