elemento | |
comp., MS | στοιχείο |
el. | στοιχεία |
IT el. | πλαίσιο |
tech. | αντικείμενο; είδος; θέμα; κομμάτι |
| |||
στοιχείο n; ομότιμος (da rede) | |||
στοιχεία n | |||
πλαίσιο n | |||
μηχανικό στοιχείο | |||
κύτταρον ξύλου | |||
αντικείμενο n; είδος n; θέμα n; κομμάτι n | |||
δομικό πλαίσιο; νομέας m; δομικό τμήμα; τμήμα n; φέρον στοιχείο | |||
| |||
χαρακτηριστικά n |
elemento : 951 phrases in 43 subjects |