worker | |
agric. | εργάτης; εργάτρια μέλισσα |
econ. | εργαζόμενος |
lab.law. | εργαζόμενος; μισθωτός εργαζόμενος |
Process | |
comp., MS | Διαδικασία |
process | |
gen. | διεξαγωγή |
comp., MS | διεργασία |
industr. | διεργασία |
law | κλήση ενώπιον του Δικαστηρίου |
mech.eng. | μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
| |||
εργάτης m; εργάτρια μέλισσα | |||
εργαζόμενος n; μισθωτός εργαζόμενος | |||
| |||
εργαζόμενοι; εργατικό δυναμικό | |||
| |||
εργαζόμενος n (ΕE) | |||
English thesaurus | |||
| |||
w (Vosoni) | |||
no abbreviation used |
worker : 524 phrases in 28 subjects |