Work | |
comp., MS | Εργασία |
work | |
gen. | λειτουργώ |
earth.sc. chem. | έργο |
econ. | εργασία |
forestr. | υπερωριακή εργασία |
lab.law. | κόσμος της εργασίας |
law commun. lab.law. | εργαζόμενος |
mech.eng. | κατασκευάζω; μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
machine tool | |
econ. | εργαλειομηχανή |
IT | Εργαλειομηχανή-εργαλειομηχανές αριθμητικού ελέγχου |
mech.eng. | κλασικό μηχανικό εργαλείο |
met. | μηχανή που εργάζεται δι'αφαιρέσεως μετάλλου |
machine-tool | |
industr. | μηχανή-εργαλείο |
| |||
λειτουργώ | |||
δύναμη τροποποίησης ενός συστήματος | |||
έργο | |||
εργασία | |||
υπερωριακή εργασία | |||
κόσμος της εργασίας | |||
κατασκευάζω; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι; εργάζομαι | |||
προς κατεργασία κομμάτι | |||
| |||
εργαζόμενος | |||
μετασκευάζω; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά | |||
| |||
Εργασία (A field for a contact's workplace telephone number, typically retrieved automatically from the corporate address book) | |||
English thesaurus | |||
| |||
wk; w (Vosoni) | |||
yakka | |||
wrk | |||
| |||
Workflow Management, Inc. |
work : 1285 phrases in 58 subjects |