work in progress | |
account. | συνεχιζόμενες εργασίες |
comp., MS | παραγωγή σε εξέλιξη |
market. | εργασία σε εξέλιξη |
market. fin. | ημιτελή προϊόντα; ημι-κατεργασμένα προϊόντα |
contract | |
gen. | συμβόλαιο |
coal. met. | συστολή |
comp., MS | σύμβαση |
econ. | σύμβαση |
environ. | συμφωνητικό |
industr. construct. | συστέλλω στον αργαλειό |
insur. | σύμβαση |
lab.law. | σύμβαση έργου "φασόν" |
law construct. | σύμβασις |
med. | συστέλλω συνέστειλα |
work in progress | |
account. | συνεχιζόμενες εργασίες |
comp., MS | παραγωγή σε εξέλιξη |
market. | εργασία σε εξέλιξη |
market. fin. | ημιτελή προϊόντα; ημι-κατεργασμένα προϊόντα |
| |||
συνεχιζόμενες εργασίες | |||
παραγωγή σε εξέλιξη (An item under current assets in the balance sheet that represents work in progress in some stage of the manufacturing process) | |||
εργασία σε εξέλιξη | |||
ημιτελή προϊόντα; ημι-κατεργασμένα προϊόντα | |||
διεξαγόμενα έργα; έργα υπό εκτέλεση | |||
English thesaurus | |||
| |||
w.i.p. |
work in progress : 18 phrases in 5 subjects |
Accounting | 2 |
Economics | 1 |
Insurance | 1 |
Marketing | 13 |
Politics | 1 |