Work abbr. | |
comp., MS | Εργασία |
work abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
earth.sc. chem. | έργο |
econ. | εργασία |
forestr. | υπερωριακή εργασία |
lab.law. | κόσμος της εργασίας |
law commun. lab.law. | εργαζόμενος |
mech.eng. | κατασκευάζω; μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
code abbr. | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
λειτουργώ | |||
δύναμη τροποποίησης ενός συστήματος | |||
έργο | |||
εργασία | |||
υπερωριακή εργασία | |||
κόσμος της εργασίας | |||
κατασκευάζω; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι; εργάζομαι | |||
προς κατεργασία κομμάτι | |||
| |||
εργαζόμενος | |||
μετασκευάζω; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά | |||
| |||
Εργασία (A field for a contact's workplace telephone number, typically retrieved automatically from the corporate address book) | |||
English thesaurus | |||
| |||
wk; w (Vosoni) | |||
yakka | |||
wrk | |||
| |||
Workflow Management, Inc. |
work : 1287 phrases in 58 subjects |