word processing abbr. | |
comp., MS | επεξεργασία κειμένου |
econ. | επεξεργασία κειμένων |
IT | επεξεργασία κείμενων; καταχώρηση, επεξεργασία και διόρθωση κειμένων |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
επεξεργασία κειμένου (The act of entering and editing text with a word processor) | |||
επεξεργασία κειμένων | |||
επεξεργασία κείμενων; καταχώρηση, επεξεργασία και διόρθωση κειμένων | |||
επεξεργασία κειμένου |
word processing : 5 phrases in 1 subject |
Information technology | 5 |