"window" | |
fin. unions. | προθεσμία χάριτος |
window | |
commun. IT | "παράθυρο" |
comp., MS | παράθυρο |
el. | παράθυρο με στρώμα οξειδίου |
industr. construct. | επιφανειακός αποχρωματισμός |
industr. construct. met. | στιλπνή περιοχή |
math. | παράθυρο |
mech.eng. el. | διαφανές κάλυμμα συλλέκτη |
flow control | |
chem. | ρύθμιση ροής |
IT tech. | έλεγχος ροής; έλεγχος ροής λειτουργία που ελέγχει την ροή δεδομένων εντός ενόςστρώματος ή μεταξύ γειτονικών στρωμάτων |
of | |
gen. | από |
| |||
"παράθυρο" n | |||
παράθυρο n (A rectangular area on a computer screen in which programs and content appear) | |||
παράθυρο με στρώμα οξειδίου | |||
επιφανειακός αποχρωματισμός | |||
στιλπνή περιοχή | |||
παράθυρο n | |||
διαφανές κάλυμμα συλλέκτη | |||
παράθυρο n (fenestra); θυρίδα f (fenestra) | |||
| |||
προθεσμία χάριτος | |||
English thesaurus | |||
| |||
wd; woo | |||
Wdo/WDO.; WNDO/wndo |
window : 413 phrases in 36 subjects |