width | |
tech. industr. construct. | πλάτος |
textile | φάρδος υφάσματος; πλάτος υφάσματος |
speed | |
gen. | επιταχύνω; ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας; γραμμική ταχύτητα |
fin. | ταχύτητα προπληρωμής |
forestr. | γρανάζι μετάδοσης κίνησης |
law econ. IT | επίδοση; παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας |
med. | ταχύτητα |
social.sc. | φασόλια |
frame | |
comp., MS | πλαίσιο |
construct. | γεφύρωμα ενός προβλήτα |
cultur. | σώμα της συσκευής; κορνιζάρω; πλαισιώνω |
industr. construct. | σκελετός; κάσσα κουφώματος; παραστάτης πόρτας; πλαίσιο κουφώματος |
IT tech. | σειρά |
| |||
πλάτος n | |||
φάρδος υφάσματος; πλάτος υφάσματος | |||
πλάτος καταστρώματος; κατάστρωμα n | |||
English thesaurus | |||
| |||
wdt | |||
wdth. | |||
wdth | |||
w. | |||
wdt/wth |
width : 392 phrases in 29 subjects |