wheel | |
agric. mech.eng. | πτερωτή |
astronaut. transp. | Τροχός |
industr. construct. | πέτρα αναπτήρα; τροχίσκος αναπτήρα; φλοίωμα εξ εκτυλίξεως κωνικού κορμού |
mech.eng. | οδοντοτροχός |
mun.plan. | στροφαλίσκος |
flutter | |
astronaut. transp. | Πτερυγισμός |
construct. | πάλμωση; ταλάντωση |
earth.sc. el. | κραδασμοί αυτοδιέγερσης; πτερυγισμός |
earth.sc. transp. | αεροελαστικές ταλαντώσεις |
el. | τεττιγισμός; τιτιβισμός |
health. | δόνηση; τρέμουλο |
| |||
πτερωτή | |||
Τροχός m | |||
πέτρα αναπτήρα; τροχίσκος αναπτήρα; φλοίωμακαπλαμάςεξ εκτυλίξεως κωνικού κορμού | |||
οδοντοτροχός m | |||
στροφαλίσκος | |||
τροχός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
WHL/whl |
wheel : 1076 phrases in 29 subjects |