weighting | |
commun. | στάθμιση |
fin. | συντελεστής διόρθωσης; συντελεστής αναπροσαρμογής |
gov. | διορθωτικός συντελεστής |
med. | επαύξηση βαρύτητας |
scheme | |
comp., MS | συνδυασμός |
forestr. | πρόγραμμα |
IT chem. met. | σύστημα χρώσης |
| |||
στάθμιση | |||
συντελεστής διόρθωσης; συντελεστής αναπροσαρμογής | |||
διορθωτικός συντελεστής | |||
επαύξηση βαρύτητας | |||
βάθμιση |
weighting : 77 phrases in 22 subjects |