weighting | |
commun. | στάθμιση |
fin. | συντελεστής διόρθωσης; συντελεστής αναπροσαρμογής |
gov. | διορθωτικός συντελεστής |
med. | επαύξηση βαρύτητας |
pattern | |
comp., MS | μοτίβο |
industr. construct. | στάμπα για κοπή; περιτύπωμα; σκάλισμα |
industr. construct. chem. | μάρκα οπίσθιας σφράγισης; σήμα οπίσθιας σφράγισης |
mater.sc. | πρότυπο φύλλο; πρωτότυπο |
| |||
στάθμιση | |||
συντελεστής διόρθωσης; συντελεστής αναπροσαρμογής | |||
διορθωτικός συντελεστής | |||
επαύξηση βαρύτητας | |||
βάθμιση |
weighting : 77 phrases in 22 subjects |