weighting abbr. | |
commun. | στάθμιση |
fin. | συντελεστής διόρθωσης; συντελεστής αναπροσαρμογής |
gov. | διορθωτικός συντελεστής |
med. | επαύξηση βαρύτητας |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
στάθμιση | |||
συντελεστής διόρθωσης; συντελεστής αναπροσαρμογής | |||
διορθωτικός συντελεστής | |||
επαύξηση βαρύτητας | |||
βάθμιση |
weighting : 77 phrases in 22 subjects |