weighted average | |
IT dat.proc. | αριθμητική σταθμισμένη μέση τιμή |
math. | σταθμισμένος μέσος |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
αριθμητική σταθμισμένη μέση τιμή | |||
σταθμισμένος μέσος | |||
σταθμικός μέσος; σταθμικός μέσος όρος; σταθμισμένος μέσος όρος ; μέσος σταθμικός όρος |
weighted average : 32 phrases in 13 subjects |
Agriculture | 1 |
Communications | 4 |
Earth sciences | 1 |
Economics | 3 |
Finances | 8 |
General | 3 |
Health care | 1 |
Industry | 2 |
Information technology | 3 |
International trade | 1 |
Medical | 2 |
Scientific | 1 |
Statistics | 2 |