weight | |
comp., MS | βαρύτητα |
fin. agric. | καθαρό βάρος |
fish.farm. | μολυβήθρα |
IT tech. | Βαρύτητα-βάρος |
math. | συντελεστή στάθμισης |
med. | βάρος |
met. | βάρος συγκράτησης καλουπιού; βαρειά πλάκα συγκράτησης καλουπιού |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
φορτίο n | |||
βαρύτητα f (The value of a scorecard element in relation to the values of other elements of the same type) | |||
καθαρό βάρος | |||
μολυβήθρα f | |||
Βαρύτητα-βάρος f | |||
συντελεστή στάθμισης | |||
βάρος n | |||
βάρος συγκράτησης καλουπιού; βαρειά πλάκα συγκράτησης καλουπιού | |||
στάθμιση f; στάθμισης f; συντελεστής m; σταθμιστικός παράγοντας; συντελεστής στάθμισης | |||
σαβούρα f; έρμα n; βαρίδι n; μολύβι n | |||
βαρύτητα f | |||
| |||
φορτίο n | |||
| |||
σταθμίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
viscosity grade (of a motor oil 4uzhoj) | |||
The weight of the measuring equipment or its component parts |
weight : 593 phrases in 39 subjects |