voluntary | |
gen. | εθελοντική; εθελοντικό |
self | |
health. | το προϊόν της αυτοεπικονιάσεως |
regulatory | |
gen. | ρυθμιστική; ρυθμιστικό; ρυθμιστικός |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
εθελοντική; εθελοντικό | |||
εθελοντικός; αυθόρμητος; εκούσιος | |||
English thesaurus | |||
| |||
voly |
voluntary : 177 phrases in 30 subjects |