volume control | |
el. | διάταξη ρύθμισης του ήχου; έλεγχος έντασης; ρύθμιση ακουστικής έντασης |
button | |
comp., MS | πλήκτρο; κουμπί |
earth.sc. el. | κεφαλή πλήκτρου επαφής |
el. | κλειδί; λαβή; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο |
hobby | αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους |
med. | χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο |
| |||
διάταξη ρύθμισης του ήχου; έλεγχος έντασης; ρύθμιση ακουστικής έντασης |
volume control : 42 phrases in 8 subjects |
Chemistry | 1 |
Communications | 15 |
Electronics | 8 |
General | 2 |
Information technology | 3 |
Mechanic engineering | 9 |
Microsoft | 3 |
Transport | 1 |