voltage abbr. | |
commun. | τάση ηλεκτρική |
mode abbr. | |
commun. | μέθοδος; μέθοδος λειτουργίας |
comp., MS | λειτουργία; λειτουργία |
el. | ρυθμός διάδοσης; ρυθμός |
math. | κορυφή |
stat. | επικρατούσα τιμή; τύπος |
stat. transp. | είδος συγκοινωνίας |
transfer function abbr. | |
el. | συνάρτηση μεταφοράς; απόκριση συχνότητας δέκτη |
| |||
τάση ηλεκτρική | |||
διαφορά δυναμικού; ηλεκτρική τάση; τάση | |||
English thesaurus | |||
| |||
vltg | |||
v | |||
| |||
Vcc (Common Cathode); Vgg (Gate to Ground) | |||
Vcc (Common Cathode?); Vgg (Gate to Ground?) |
voltage : 1011 phrases in 24 subjects |