volatile | |
el. | διαγραφόμενο,προσωρινό |
med. | εξαερώσιμος; εξατμιστός; πτητικός |
memory | |
commun. | διακόπτης μνήμης |
comp., MS | μνήμη |
health. | προσληπτική λειτουργία της μνήμης |
IT | αποθήκευση; μονάδα μνήμης |
| |||
εξαερώσιμος; εξατμιστός | |||
| |||
πτητικά | |||
| |||
διαγραφόμενο,προσωρινό | |||
πτητικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
volat |
volatile : 104 phrases in 19 subjects |