volatile abbr. | |
el. | διαγραφόμενο,προσωρινό |
med. | εξαερώσιμος; εξατμιστός; πτητικός |
Content abbr. | |
comp., MS | Περιεχόμενο |
Contents abbr. | |
gen. | Περιεχόμενο |
content abbr. | |
gen. | ικανοποιημένη; ικανοποιημένο; ικανοποιημένος |
chem. | περιεχόμενο |
comp., MS | περιεχόμενο |
met. | περιεκτικότητα |
| |||
εξαερώσιμος m; εξατμιστός m | |||
| |||
πτητικά f | |||
| |||
διαγραφόμενο,προσωρινό | |||
πτητικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
volat |
volatile : 104 phrases in 19 subjects |