volatile abbr. | |
el. | διαγραφόμενο,προσωρινό |
med. | εξαερώσιμος; εξατμιστός; πτητικός |
component abbr. | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
| |||
εξαερώσιμος m; εξατμιστός m | |||
| |||
πτητικά f | |||
| |||
διαγραφόμενο,προσωρινό | |||
πτητικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
volat |
volatile : 104 phrases in 19 subjects |