visual | |
gen. | οπτική; οπτικό; οπτικός |
IT | κατάστρωση |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
γραφικά απομιμητή | |||
| |||
οπτική; οπτικό; οπτικός | |||
κατάστρωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
⇒ visual aids (devices, such as films, slides, models, and blackboards, that display in visual form material to be understood or remembered) | |||
| |||
Voice For Information Society Universal Access And Learning |
visual : 286 phrases in 30 subjects |