visual | |
gen. | οπτική; οπτικό; οπτικός |
IT | κατάστρωση |
ground segment | |
commun. IT | επίγειο δίκτυο σταθμών; επίγειο τμήμα; επίγειος τομέας |
test | |
coal. chem. el. | δοκιμάζω |
comp., MS | δοκιμή |
forestr. | πείραμα |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
| |||
γραφικά απομιμητή | |||
| |||
οπτική; οπτικό; οπτικός | |||
κατάστρωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
Voice For Information Society Universal Access And Learning |
visual : 287 phrases in 30 subjects |