visible | |
gen. | ορατή |
transp. | ορατός |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
ορατή | |||
ορατός | |||
ορατό |
visible : 59 phrases in 22 subjects |