vertical deflection | |
commun. | κατακόρυφη απόκλιση |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
κατακόρυφη απόκλιση | |||
κατακόρυφη παραμόρφωση |
vertical deflection : 4 phrases in 2 subjects |
Information technology | 1 |
Life sciences | 3 |