velocity | |
gen. | γραμμική ταχύτητα |
comp., MS | ταχύτητα |
earth.sc. life.sc. | ταχύτης |
med. | ρυθμός; ταχύτητα |
of | |
gen. | από |
continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
rolling | |
chem. | έλαση; Kατσάρωμα |
IT | κατακόρυφη εκτύλιξη |
leath. | κυλίνδρισμα; συμπίεση |
textile | εξέλαση; τύλιγμα |
transp. | κυλίνδρωση; περιστροφή ως προς το διαμηκή άξονα; περιστροφή ως προς τον άξονα της γραμμής |
| |||
γραμμική ταχύτητα | |||
ταχύτητα f (A measure of the work accomplished per unit of time) | |||
ταχύτης | |||
ρυθμός m; ταχύτητα f | |||
ταχύτητα/αμφεταμίνη f | |||
English thesaurus | |||
| |||
veloc | |||
ve. | |||
vel | |||
v |
velocity : 334 phrases in 25 subjects |