variation | |
life.sc. | γενοτυπική παραλλαγή; γενοτυπική μεταβολή |
med. | ποικιλότητα |
met. | μετάθεση |
pharma. | τροποποίηση; τροποποίηση των όρων της άδειας κυκλοφορίας |
stat. | μεταβλητότητα |
stat. fin. | διακύμανση |
stat. nat.sc. | διασπορά |
transp. | απόκλιση |
partition | |
gen. | διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος |
agric. | διαχωρισμός |
comp., MS | διαμέρισμα |
construct. | πέτασμα; χώρισμα |
IT | διαμέριση |
IT tech. | τμήμα |
mech.eng. | τοίχωμα |
transp. | μπουλμπές |
| |||
γενοτυπική παραλλαγή; γενοτυπική μεταβολή | |||
ποικιλότητα f; παραλλαγή f; ποικιλία f; μεταβολή f; παρέκκλιση f | |||
μετάθεση f | |||
τροποποίηση f; τροποποίηση των όρων της άδειας κυκλοφορίας | |||
μεταβλητότητα f | |||
διακύμανση f | |||
διασπορά f | |||
απόκλιση f | |||
| |||
μεταβολές f | |||
English thesaurus | |||
| |||
var |
variation : 275 phrases in 33 subjects |