variation | |
life.sc. | γενοτυπική παραλλαγή; γενοτυπική μεταβολή |
med. | ποικιλότητα |
met. | μετάθεση |
pharma. | τροποποίηση; τροποποίηση των όρων της άδειας κυκλοφορίας |
stat. | μεταβλητότητα |
stat. fin. | διακύμανση |
stat. nat.sc. | διασπορά |
transp. | απόκλιση |
in | |
gen. | μέσα; σε |
quality | |
account. | διαφορές ποιότητας |
earth.sc. mech.eng. | ξηρότητα ατμού; τίτλος ατμού |
met. | ποιότητα; ποιότητα |
component | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
variation | |
life.sc. | γενοτυπική παραλλαγή; γενοτυπική μεταβολή |
med. | ποικιλότητα |
met. | μετάθεση |
pharma. | τροποποίηση; τροποποίηση των όρων της άδειας κυκλοφορίας |
stat. | μεταβλητότητα |
stat. fin. | διακύμανση |
stat. nat.sc. | διασπορά |
transp. | απόκλιση |
in | |
gen. | μέσα; σε |
volume | |
gen. | ένταση ακουστικού σήματος; ακουστική ένταση |
comp., MS | τόμος; ένταση |
fin. | όγκος συναλλαγών |
industr. construct. chem. | διόγκωση; όγκος |
| |||
γενοτυπική παραλλαγή; γενοτυπική μεταβολή | |||
ποικιλότητα f; παραλλαγή f; ποικιλία f; μεταβολή f; παρέκκλιση f | |||
μετάθεση f | |||
τροποποίηση f; τροποποίηση των όρων της άδειας κυκλοφορίας | |||
μεταβλητότητα f | |||
διακύμανση f | |||
διασπορά f | |||
απόκλιση f | |||
| |||
μεταβολές f | |||
English thesaurus | |||
| |||
var |
variation : 275 phrases in 33 subjects |