variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
table | |
comp., MS | πίνακας |
mech.eng. | τράπεζα υποδοχής τεμαχίων; φορείο τεμαχίου; τράπεζα φρεζομηχανής |
met. forestr. | τραπέζι |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variables : 233 phrases in 27 subjects |