variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
File | |
comp., MS | Αρχείο |
file | |
gen. | αρχείο,φάκελος |
forestr. | λιμάρω |
industr. construct. | φάκελος ταξινόμησης εγγράφων |
IT | αρχειοφάκελος; φάκελος; ιδεατό αρχείο; αρχειοθετώ |
mech.eng. | λίμα |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variables : 233 phrases in 27 subjects |