variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
area | |
gen. | περιφέρεια |
chem. | εμβαδόν κορυφής |
comp., MS | περιοχή |
IT | περιοχή σχήματος |
med. | έκταση; περιοχή |
met. construct. | εμβαδόν; επιφάνεια; περιοχή επιφάνειας |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variables : 233 phrases in 27 subjects |