variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
Density | |
gen. | Πυκνότητα |
density | |
anim.husb. | πυκνότης βοσκήσεως |
environ. | πυκνότητα; ειδικό βάρος; πυκνότητα/ειδικό βάρος |
IT | πυκνότητα εγγραφής |
med. | πυκνότητα |
phys.sc. | ειδικό βάρος |
stat. | βέλτιστη πυκνότητα |
yield | |
earth.sc. el. | απόδοση απορρόφησης κβάντων |
econ. agric. | συλλέγω τα ψάρια μιας λεκάνης εκτροφής |
el. | απόδοση παραγωγής; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων |
energ.ind. | παροχή γεώτρησης |
environ. | απόδοση; μέρισμα |
mater.sc. | όριο διαρροής |
mater.sc. construct. | απόδοσις ασβέστου |
med. | απόδοση |
table | |
comp., MS | πίνακας |
mech.eng. | τράπεζα υποδοχής τεμαχίων; φορείο τεμαχίου; τράπεζα φρεζομηχανής |
met. forestr. | τραπέζι |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο m; ευμετάβολος m | |||
μεταβλητής m; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases in 35 subjects |