variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
working hour | |
environ. | εργάσιμη ώρα/ώρα εργασίας |
working hours | |
comp., MS | ώρες εργασίας; ώρες εργασίας |
econ. lab.law. | χρόνος εργασίας |
empl. | ωράριο εργασίας |
environ. | εργάσιμη ώρα/ώρα εργασίας; ώρα εργασίας |
fin. | ώρες λειτουργίας |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases in 35 subjects |