variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
surface | |
comp., MS | επιφάνεια |
earth.sc. | πραγματική επιφάνεια |
med. | επιφάνεια |
surfacing | |
agric. construct. | λείανση επιφάνειας |
construct. | επιφανειακή στρώση |
industr. construct. | επικάλυψη τελικής επιφάνειας |
mech.eng. | πλανάρισμα; πρόωση διαμόρφωσης επιφανείας |
glycoprotein | |
med. | γλυκοπρωτεΐνη |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases in 35 subjects |