variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
spacing | |
agric. | απόσταση μεταξύ των γραμμών; φυτευτικός σύνδεσμος; απόσταση μεταξύ των πρέμνων |
commun. | αραίωση; τοποθέτηση κατά διαστήματα; το μεταξύ δύο στίχων διάστημα |
el. | απόσταση |
met. construct. | απόσταση των κέντρων |
transp. | χωρικός διαχωρισμός |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases in 35 subjects |