variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
force | |
gen. | εξαναγκάζω; σώμα |
med. | ισχύς; δύναμη |
phys.sc. | στρέψη αντίδρασης γυροσκοπίου; στρέψη αντίδρασης επιταχυμέτρου; μηχανική δύναμη |
forcing | |
agric. | τεχνητή ωρίμανση |
shaker | |
agric. | διάταξη τινάγματος; δονούμενο τραπέζι; τραπέζι δονήσεων |
health. | δοχείο ταλκ; πουδριέρα |
mech.eng. | σύστημα παραγωγής κραδασμών; κραδαινόμενο δοχείο; συσκευή παραγωγής κραδασμών |
nat.sc. chem. | συσκευή ανατάραξης; τάρακτρο |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases in 35 subjects |