variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
COST | |
obs. R&D. | ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας |
cost | |
gen. | κοστίζω |
econ. fin. | κόστος; τιμή κόστους |
environ. | κόστος |
forestr. | έξοδα; δαπάνες |
costs | |
ed. | δίδακτρα |
market. | έξοδα προς ενσωμάτωση |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases in 35 subjects |