variable abbr. | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
conversion abbr. | |
fin. | ανταλλαγή |
forestr. | επεξεργασία; μορφοποίηση; εναλλαγή,μετασχηματισμός,μεταστροφή; μετατροπή,μετασχηματισμός; κατεργασία |
industr. construct. | πρίσις |
law agric. | οικειοποίηση |
law lab.law. | μετατροπή επαγγελματικής ειδίκευσης |
med. | μετατροπή |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο m; ευμετάβολος m | |||
μεταβλητής m; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases in 35 subjects |