variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
annuity | |
account. | ετησία πρόσοδος |
fin. | ατέρμων ράντα; ομολογιακό δάνειο χωρίς τακτή λήξη; ομολογία άνευ τακτής λήψεως; ομόλογα τοκοφόρα άνευ λήξεως; πάγιο δάνειο |
insur. | πρόσοδος; ράντα |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο m; ευμετάβολος m | |||
μεταβλητής m; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases in 35 subjects |