variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
angle guide | |
mech.eng. construct. | οδηγός γωνίας |
blade | |
mater.sc. mech.eng. | κάδος; πτερύγιο |
mech.eng. | πτερύγιο δρομέα; κινητήριο πτερύγιο; πτερύγιο ρότορα; πτερύγιο στροφείου; πτερύγιο στροφείου στροβίλου; λεπίς |
met. mech.eng. | κοπέας |
nat.res. | έλασμα |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
English thesaurus | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases in 35 subjects |