ecosystem | |
comp., MS | περιβάλλον εμπορικής προσαρμογής |
environ. | οικοσύστημα; οικολογικό σύστημα |
component | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
English thesaurus | |||
| |||
value |
valued : 105 phrases in 21 subjects |