validity | |
law | εγκυρότητα |
Checking | |
gen. | Έλεγχος |
checking | |
gen. | αντιπαραβολή |
chem. met. | μικρορηγμάτωση |
commun. | επαλήθευση |
industr. construct. | ράγισμα; ρωγμή; σκάσιμο |
IT dat.proc. | έλεγχοι; έλεγχος |
met. | έλεγχος κίνησης του φορτίου με διακοπή ή με μείωση εμφύσησης αέρα |
| |||
εγκυρότητα f | |||
εγκυρότητα μιάς δοκιμασίας |
validity : 75 phrases in 16 subjects |