utilization | |
commun. | χρησιμοποίηση |
value | |
gen. | εκτιμώ |
busin. labor.org. account. | αποτίμηση; αποτιμώ; εφαρμόζω την τρέχουσα αξία |
comp., MS | τιμή |
med. | αξία; τιμή |
scient. el. | στιγμιαία τιμή |
| |||
χρησιμοποίηση | |||
εκχώρηση για εκμετάλλευση | |||
English thesaurus | |||
| |||
utilisation (ssn) |
utilization : 99 phrases in 24 subjects |