utilities abbr. | |
chem. | βοηθητικές παροχές |
insur. | ομόλογα επιχειρήσεων κοινής ωφελείας |
law econ. | δημόσιες υπηρεσίες |
utility abbr. | |
gen. | χρησιμότητα |
IT tech. | πρόγραμμα γενικής-κοινής χρήσης |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
χρησιμότητα f | |||
πρόγραμμα γενικής-κοινής χρήσης | |||
ωφέλιμη αξία; αεροπλάνο γενικής χρήσης | |||
| |||
βοηθητικές παροχές | |||
ομόλογα επιχειρήσεων κοινής ωφελείας | |||
δημόσιες υπηρεσίες | |||
English thesaurus | |||
| |||
u | |||
utility program |
utility : 90 phrases in 23 subjects |