user-programmable abbr. | |
IT tech. | έξυπνο |
logic abbr. | |
gen. | λογικές συναρτήσεις |
sequencer abbr. | |
gen. | διάταξη ελέγχου αλληλουχίας των ράβδων |
IT | ακολουθιακός έλεγχος |
IT el. | έλεγχος διαδοχής |
mech.eng. | βαλβίδα σε λογική αλληλουχία |
med. | συσκευή καθορισμού αλληλουχίας νουκλεοτιδίων σε κλωνοποιημένο γονίδιο; προσδιοριστής αλληλουχίας |
| |||
έξ́υπνο |
user-programmable : 4 phrases in 1 subject |
Information technology | 4 |